- αποψυκτήριο(ν)
- το холодильная установка (для охлаждения газов или паров)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποψυκτήριος — α, ο 1. ο κατάλληλος ή χρήσιμος για πλήρη ψύξη, για πάγωμα 2. το ουδ. ως ουσ. το αποψυκτήριο συσκευή που χρησιμεύει στην ψύξη, για το πάγωμα αερίων ή ατμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < απόψυξη. Ο τ. αποψυκτήριο μαρτυρείται από το 1876 στον Κ. Μητσόπουλο] … Dictionary of Greek